κατατρυφώ

κατατρυφώ
κατατρυφῶ, -άω (Μ)
(επιτ. τ. τού τρυφώ) μσν.
1. απολαμβάνω
2. καρπώνομαι
αρχ.
1. φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω κάποιον
2. ασχολούμαι ευχαρίστως με τον λόγο, διηγούμαι κάτι με πολλή ευχαρίστηση
3. ζω άσωτα, τρυφηλά, με ηδυπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τρυφῶ «ζω με πολυτέλεια, ευκολία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατατρυφῶ — κατατρυφάω make merry pres imperat mp 2nd sg κατατρυφάω make merry pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατατρυφάω make merry pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατατρυφάω make merry pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κατατρυφάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρύφησις — κατατρύφησις, ἡ (Α) [κατατρυφώ] εντρύφηση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • συγκατατρυφώ — άω, Μ φέρομαι αλαζονικά από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρυφώ «φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”